Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perenˈtsjone]

πάταξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perentorio perequare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perennemente (επίρ.)
perennità (θηλ.ουσ)
perento (επίθ.)
perentorietà (θηλ.ουσ)
perentorio (επίθ.)
perenzione (θηλ.ουσ)
perequare (ρ. μτβ.)
perequativo (επίθ.)
perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)
perfettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
perfetto (ουσ αρσ )
perfetto (επίθ.)
perfezionabile (επίθ.)
perfezionabilità (θηλ.ουσ)
perfezionamento (ουσ αρσ )
perfezionare (ρ. μτβ.)
perfezionarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---