Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perfètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perˈfɛtto]

παρακείμενος (γραμματική)

perfètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perˈfɛtto]

τέλειος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perfettivo perfezionabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perequazione (θηλ.ουσ)
perfettamente (επίρ.)
perfettibile (επίθ.)
perfettibilità (θηλ.ουσ)
perfettivo (αρσ. επίθ και ουσ)
perfetto (ουσ αρσ )
perfetto (επίθ.)
perfezionabile (επίθ.)
perfezionabilità (θηλ.ουσ)
perfezionamento (ουσ αρσ )
perfezionare (ρ. μτβ.)
perfezionarsi (ρ.μ. (αντων.))
perfezionativo (επίθ.)
perfezionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perfezione (θηλ.ουσ)
perfezionismo (ουσ αρσ )
perfezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perfezionistico (επίθ.)
perfidamente (επίρ.)
perfidia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---