Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perfìdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perˈfidja]

1 κακοπιστία
2 δολιότητα
3 δολερότητα
4 κατεργαριά
5 μπαμπεσιά
6 φαρισαὶσμός
7 πανουργία
8 υπουλότητα
9 ανειλικρίνεια
10 απιστία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perfidamente perfido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perfezione (θηλ.ουσ)
perfezionismo (ουσ αρσ )
perfezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perfezionistico (επίθ.)
perfidamente (επίρ.)
perfidia (θηλ.ουσ)
perfido (επίθ.)
perfino (επίρ.)
perforabile (επίθ.)
perforamento (ουσ αρσ )
perforante (αρσ. επίθ και ουσ)
perforare (ρ. μτβ.)
perforato (αρσ. επίθ και ουσ)
perforatore (ουσ αρσ )
perforatore (επίθ.)
perforatrice (θηλ.ουσ)
perforatura (θηλ.ουσ)
perforazione (θηλ.ουσ)
perfosfato (ουσ αρσ )
perfusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---