Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperforàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [perfoˈrato] 1 τρυπημένος 2 διάτρητος 3 κατατρυπημένος 4 τρύπιος 5 τρυπητός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |