Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperforatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtriʧe] 1 τριβέλι 2 γεωτρύπανο 3 τρυπάνι 4 αρίδα 5 χειρίστρια διατρητικής συσκευής 6 διατρητική μηχανή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |