Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperforatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perforaˈtura] 1 σειρά από τρύπες 2 διάτρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |