Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perfosfàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perfosˈfato]

υπερφωσφορικό άλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perforazione perfusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perforatore (ουσ αρσ )
perforatore (επίθ.)
perforatrice (θηλ.ουσ)
perforatura (θηλ.ουσ)
perforazione (θηλ.ουσ)
perfosfato (ουσ αρσ )
perfusione (θηλ.ουσ)
pergamena (θηλ.ουσ)
pergamenaceo (επίθ.)
pergamenato (επίθ.)
pergamo (ουσ αρσ )
pergola (θηλ.ουσ)
pergolato (ουσ αρσ )
periadenite (θηλ.ουσ)
perianzio (ουσ αρσ )
periarterite (θηλ.ουσ)
periartrite (θηλ.ουσ)
periblema (ουσ αρσ )
peribolo (ουσ αρσ )
pericardico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---