Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèrgola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrgola]

η πέργκολα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pergamo pergolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perfusione (θηλ.ουσ)
pergamena (θηλ.ουσ)
pergamenaceo (επίθ.)
pergamenato (επίθ.)
pergamo (ουσ αρσ )
pergola (θηλ.ουσ)
pergolato (ουσ αρσ )
periadenite (θηλ.ουσ)
perianzio (ουσ αρσ )
periarterite (θηλ.ουσ)
periartrite (θηλ.ουσ)
periblema (ουσ αρσ )
peribolo (ουσ αρσ )
pericardico (επίθ.)
pericardio (ουσ αρσ )
pericardite (θηλ.ουσ)
pericarpio (ουσ αρσ )
pericarpo (ουσ αρσ )
Pericle (ουσ αρσ )
pericolante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---