Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


periartrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [periarˈtrite]

περιαρθρίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  periarterite periblema  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pergola (θηλ.ουσ)
pergolato (ουσ αρσ )
periadenite (θηλ.ουσ)
perianzio (ουσ αρσ )
periarterite (θηλ.ουσ)
periartrite (θηλ.ουσ)
periblema (ουσ αρσ )
peribolo (ουσ αρσ )
pericardico (επίθ.)
pericardio (ουσ αρσ )
pericardite (θηλ.ουσ)
pericarpio (ουσ αρσ )
pericarpo (ουσ αρσ )
Pericle (ουσ αρσ )
pericolante (επίθ.)
pericolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pericolo (ουσ αρσ )
pericolosamente (επίρ.)
pericolosità (θηλ.ουσ)
pericoloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---