Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈrikolo]

ο κίνδυνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pericolare pericolosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere in pericolo = κινδυνεύω || fuori pericolo = εκτός κινδύνου || segnale [αρσ.] di pericolo = το σήμα κινδύνου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pericarpio (ουσ αρσ )
pericarpo (ουσ αρσ )
Pericle (ουσ αρσ )
pericolante (επίθ.)
pericolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pericolo (ουσ αρσ )
pericolosamente (επίρ.)
pericolosità (θηλ.ουσ)
pericoloso (επίθ.)
pericondrio (ουσ αρσ )
periderma (ουσ αρσ )
peridio (ουσ αρσ )
peridotite (θηλ.ουσ)
peridoto (ουσ αρσ )
perieliaco (επίθ.)
perielio (ουσ αρσ )
periferia (θηλ.ουσ)
periferico (επίθ.)
periflebite (θηλ.ουσ)
perifrasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---