Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peridotìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peridoˈtite]

ορυκτό με ολιβίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  peridio peridoto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pericolosità (θηλ.ουσ)
pericoloso (επίθ.)
pericondrio (ουσ αρσ )
periderma (ουσ αρσ )
peridio (ουσ αρσ )
peridotite (θηλ.ουσ)
peridoto (ουσ αρσ )
perieliaco (επίθ.)
perielio (ουσ αρσ )
periferia (θηλ.ουσ)
periferico (επίθ.)
periflebite (θηλ.ουσ)
perifrasi (θηλ.ουσ)
perifrasticamente (επίρ.)
perifrastico (επίθ.)
perigastrite (θηλ.ουσ)
perigeo (αρσ. επίθ και ουσ)
perigonio (ουσ αρσ )
perilunio (ουσ αρσ )
perimetrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---