Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perigastrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perigasˈtrite]

περιγαστρίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perifrastico perigeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

periferico (επίθ.)
periflebite (θηλ.ουσ)
perifrasi (θηλ.ουσ)
perifrasticamente (επίρ.)
perifrastico (επίθ.)
perigastrite (θηλ.ουσ)
perigeo (αρσ. επίθ και ουσ)
perigonio (ουσ αρσ )
perilunio (ουσ αρσ )
perimetrale (επίθ.)
perimetria (θηλ.ουσ)
perimetrico (επίθ.)
perimetrite (θηλ.ουσ)
perimetro (ουσ αρσ )
perineale (επίθ.)
perineo (ουσ αρσ )
periodare (ουσ αρσ )
periodare (ρ.αμτβ.)
periodicamente (επίρ.)
periodicista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---