Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperinèo, perìneo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [periˈnɛo], [peˈrineo] περίνεο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |