Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


periodàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perioˈdare]

1 κατασκευή προτάσεων
2 όρος έκφρασης

periodàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [perioˈdare]

φτιάχνω προτάσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perineo periodicamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perimetrico (επίθ.)
perimetrite (θηλ.ουσ)
perimetro (ουσ αρσ )
perineale (επίθ.)
perineo (ουσ αρσ )
periodare (ουσ αρσ )
periodare (ρ.αμτβ.)
periodicamente (επίρ.)
periodicista (ουσ αρσ και θηλ.)
periodicità (θηλ.ουσ)
periodico (ουσ αρσ )
periodico (επίθ.)
periodizzare (ρ. μτβ.)
periodizzazione (θηλ.ουσ)
periodo (ουσ αρσ )
periodontite (θηλ.ουσ)
periodonto (ουσ αρσ )
periosteo (επίθ.)
periostio (ουσ αρσ )
periostite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---