Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperìodo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peˈriodo] η περίοδος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbrutto periodo [αρσ.] = οι δύσκολες μέρες [f. Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |