Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


periscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perisˈkɔpjo]

περισκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  periscopico perispomeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peripezia (θηλ.ουσ)
periplo (ουσ αρσ )
periptero (επίθ.)
perire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
periscopico (επίθ.)
periscopio (ουσ αρσ )
perispomeno (επίθ.)
perissodattili (ουσ αρσ πληθ.)
peristalsi (θηλ.ουσ)
peristaltico (επίθ.)
peristilio (ουσ αρσ )
peritale (επίθ.)
peritarsi (ρ. μ. αμτβ.)
perito (ουσ αρσ )
perito (επίθ.)
peritoneale (επίθ.)
peritoneo (ουσ αρσ )
peritonite (θηλ.ουσ)
perittero (επίθ.)
perituro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---