Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peˈrito] (esperto) ο εμπειρογνώμονας perìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [peˈrito] 1 έμπειρος 2 ειδικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |