Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peˈrittsja]

1 πραγματογνωμοσύνη
2 εμπειρία
3 εκτίμηση
4 έκθεση πραγματογνωμοσύνης
5 άποψη εμπειρογνώμονα
6 επιδεξιότητα
7 δεινότητα
8 δεξιοτεχνία
9 αξιολόγηση
10 τέλεια γνώση
11 εμπειρογνωμοσύνη
12 αξιότητα
13 ανωτερότητα
14 μαεστρία
15 τέχνη
16 ικανότητα
17 επιτηδειότητα
18 αποτίμηση
19 πείρα
20 μαστοριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perituro periziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peritoneale (επίθ.)
peritoneo (ουσ αρσ )
peritonite (θηλ.ουσ)
perittero (επίθ.)
perituro (επίθ.)
perizia (θηλ.ουσ)
periziare (ρ. μτβ.)
periziatore (ουσ αρσ )
perizoma (ουσ αρσ )
perla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perlaceo (επίθ.)
perlaio (ουσ αρσ )
perlato (επίθ.)
perlifero (επίθ.)
perlina (θηλ.ουσ)
perlinato (αρσ. επίθ και ουσ)
perlite (θηλ.ουσ)
perlomeno (επίρ.)
perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---