Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perlàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perˈlato]

1 μαργαρώδης
2 σεντεφένιος
3 μαργαριταρένιος
4 στολισμένος με μαργαριτάρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perlaio perlifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

periziatore (ουσ αρσ )
perizoma (ουσ αρσ )
perla (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
perlaceo (επίθ.)
perlaio (ουσ αρσ )
perlato (επίθ.)
perlifero (επίθ.)
perlina (θηλ.ουσ)
perlinato (αρσ. επίθ και ουσ)
perlite (θηλ.ουσ)
perlomeno (επίρ.)
perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)
perlustratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perlustrazione (θηλ.ουσ)
permalosità (θηλ.ουσ)
permaloso (ουσ αρσ )
permaloso (επίθ.)
permanente (θηλ.ουσ)
permanente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---