ItalianoGreco


perlustratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [perlustraˈtore]

1 ιχνηλάτης
2 στρατιώτης σε αναγνώριση
3 ιχνευτής
4 περιπολών
5 ανιχνευτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---