Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


permalóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [permaˈloso], [permaˈlozo]

εύθικτος άνθρωπος

permalóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [permaˈloso], [permaˈlozo]

εύθικτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permalosità permanente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perlopiù (επίρ.)
perlustrare (ρ. μτβ.)
perlustratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perlustrazione (θηλ.ουσ)
permalosità (θηλ.ουσ)
permaloso (ουσ αρσ )
permaloso (επίθ.)
permanente (θηλ.ουσ)
permanente (επίθ.)
permanentemente (επίρ.)
permanenza (θηλ.ουσ)
permanere (ρ.αμτβ.)
permanganato (ουσ αρσ )
permeabile (επίθ.)
permeabilità (θηλ.ουσ)
permeanza (θηλ.ουσ)
permeare (ρ. μτβ.)
permeasi (θηλ.ουσ)
permeazione (θηλ.ουσ)
permesso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---