Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpermeazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [permeatˈtsjone] 1 διείσδυση 2 είσοδος 3 διαποτισμός 4 περίχυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |