Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèrmuta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrmuta]

1 τράμπα
2 δοσοληψία
3 εξισορρόπηση όλων των παραγόντων
4 μεταλλαγή
5 αντιμετάθεση
6 συναλλαγή
7 ανταλλαγή
8 διαμοιβή
9 υλικό ανταλλαγής
10 ανταλλαγή εμπορική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permissivo permutabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permico (επίθ.)
permissibile (επίθ.)
permissivismo (ουσ αρσ )
permissivista (ουσ αρσ και θηλ.)
permissivo (επίθ.)
permuta (θηλ.ουσ)
permutabile (επίθ.)
permutabilità (θηλ.ουσ)
permutare (ρ. μτβ.)
permutatore (ουσ αρσ )
permutazione (θηλ.ουσ)
pernacchia (θηλ.ουσ)
pernice (θηλ.ουσ)
perniciosa (θηλ.ουσ)
perniciosità (θηλ.ουσ)
pernicioso (επίθ.)
perniciotto (ουσ αρσ )
pernio (ουσ αρσ )
perno (ουσ αρσ )
pernottamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---