Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pernicióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perniˈʧoso], [perniˈʧozo]

1 εκθεμελιωτικός
2 θανατηφόρος
3 επιζήμιος
4 επιβλαβής
5 βλαπτικός
6 ολέθριος
7 φθοροποιός
8 καταστρεπτικός
9 κακοήθης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perniciosità perniciotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permutazione (θηλ.ουσ)
pernacchia (θηλ.ουσ)
pernice (θηλ.ουσ)
perniciosa (θηλ.ουσ)
perniciosità (θηλ.ουσ)
pernicioso (επίθ.)
perniciotto (ουσ αρσ )
pernio (ουσ αρσ )
perno (ουσ αρσ )
pernottamento (ουσ αρσ )
pernottare (ρ.αμτβ.)
pero (ουσ αρσ )
però (σύνδ.)
perone (ουσ αρσ )
peroneo (επίθ.)
peronismo (ουσ αρσ )
peronista (ουσ αρσ και θηλ.)
peronista (επίθ.)
peronospora (θηλ.ουσ)
perorabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---