Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperonìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [peroˈnista] περονιστής (οπαδός των θεωριών του αργεντινού προέδρου Περόν) peronìsta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [peroˈnista] ο του Περονισμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |