Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perpendìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perpenˈdikolo]

νήμα της στάθμης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perpendicolarmente perpetrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perorazione (θηλ.ουσ)
perossido (ουσ αρσ )
perpendicolare (επίθ.)
perpendicolarità (θηλ.ουσ)
perpendicolarmente (επίρ.)
perpendicolo (ουσ αρσ )
perpetrare (ρ. μτβ.)
perpetratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetrazione (θηλ.ουσ)
perpetua (θηλ.ουσ)
perpetuamente (επίρ.)
perpetuare (ρ. μτβ.)
perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.))
perpetuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuazione (θηλ.ουσ)
perpetuità (θηλ.ουσ)
perpetuo (επίθ.)
perplessità (θηλ.ουσ)
perplesso (επίθ.)
perquisire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---