Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peroratˈtsjone]

1 ανακεφαλαίωση
2 συνηγορία
3 αγόρευση
4 υπεράσπιση κατηγορίας
5 μακρηγορία
6 απολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perorare perossido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peronista (επίθ.)
peronospora (θηλ.ουσ)
perorabile (επίθ.)
perorare (ρ.αμτβ.)
perorare (ρ. μτβ.)
perorazione (θηλ.ουσ)
perossido (ουσ αρσ )
perpendicolare (επίθ.)
perpendicolarità (θηλ.ουσ)
perpendicolarmente (επίρ.)
perpendicolo (ουσ αρσ )
perpetrare (ρ. μτβ.)
perpetratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetrazione (θηλ.ουσ)
perpetua (θηλ.ουσ)
perpetuamente (επίρ.)
perpetuare (ρ. μτβ.)
perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.))
perpetuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---