Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perpetuatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [perpetuaˈtore]

αυτός που διαιωνίζει κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perpetuarsi perpetuazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perpetrazione (θηλ.ουσ)
perpetua (θηλ.ουσ)
perpetuamente (επίρ.)
perpetuare (ρ. μτβ.)
perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.))
perpetuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuazione (θηλ.ουσ)
perpetuità (θηλ.ουσ)
perpetuo (επίθ.)
perplessità (θηλ.ουσ)
perplesso (επίθ.)
perquisire (ρ. μτβ.)
perquisizione (θηλ.ουσ)
perscrutabile (επίθ.)
perscrutare (ρ. μτβ.)
persecutore (ουσ αρσ )
persecutore (επίθ.)
persecutorio (επίθ.)
persecutrice (θηλ.ουσ)
persecuzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---