Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperquisizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perkwizitˈtsjone] η έρευνα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmandato [αρσ.] di perquisizione = το ένταλμα ερεύνης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |