Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perpètuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [perˈpɛtuo]

1 αξεθώριαστος
2 ανθεκτικός
3 αμάραντος
4 στερεός
5 ατέρμονας
6 ισόβιος
7 άφθαρτος
8 παντοτινός
9 διαρκής
10 αέναος
11 αδιάλειπτος
12 ακατάλυτος
13 αθάνατος
14 αιώνιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perpetuità perplessità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perpetuare (ρ. μτβ.)
perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.))
perpetuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuazione (θηλ.ουσ)
perpetuità (θηλ.ουσ)
perpetuo (επίθ.)
perplessità (θηλ.ουσ)
perplesso (επίθ.)
perquisire (ρ. μτβ.)
perquisizione (θηλ.ουσ)
perscrutabile (επίθ.)
perscrutare (ρ. μτβ.)
persecutore (ουσ αρσ )
persecutore (επίθ.)
persecutorio (επίθ.)
persecutrice (θηλ.ουσ)
persecuzione (θηλ.ουσ)
Persefone (κύρ.όν. θηλ.)
perseguente (επίθ.)
perseguibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---