Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


persecutòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [persekuˈtɔrjo]

1 καταδιωκτικός
2 διωκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  persecutore persecutrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perquisizione (θηλ.ουσ)
perscrutabile (επίθ.)
perscrutare (ρ. μτβ.)
persecutore (ουσ αρσ )
persecutore (επίθ.)
persecutorio (επίθ.)
persecutrice (θηλ.ουσ)
persecuzione (θηλ.ουσ)
Persefone (κύρ.όν. θηλ.)
perseguente (επίθ.)
perseguibile (επίθ.)
perseguimento (ουσ αρσ )
perseguire (ρ. μτβ.)
perseguitare (ρ. μτβ.)
perseguitato (αρσ. επίθ και ουσ)
Perseo (κύρ.όν. αρσ.)
perseverante (επίθ.)
perseveranza (θηλ.ουσ)
perseverare (ρ.αμτβ.)
persia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---