Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperseverànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perseveˈrantsa] 1 εγκαρτέρηση 2 εμμονή 3 επιμονή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |