Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


persóna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perˈsona]

το πρόσωπο, το άτομο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perso personaggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


νομικά persona [θηλ.] fisica = diritto το φυσικό πρόσωπο || νομικά persona [θηλ.] giuridica = diritto το νομικό πρόσωπο || che razza di persona è? = τι σόι άνθρωπος είναι; || persona [θηλ.] di colore = ο έγχρωμος || persona [θηλ.] di mezz'età = ο μεσήλικας || sequestro [αρσ.] di persona = η απαγωγή || un centinaio [αρσ.] di persone [θηλ. πλυθ.] = καμμιά εκατοστή άτομα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

persino (επίρ.)
persistente (επίθ.)
persistenza (θηλ.ουσ)
persistere (ρ.αμτβ.)
perso (επίθ.)
persona (θηλ.ουσ)
personaggio (ουσ αρσ )
personale (ουσ αρσ )
personale (θηλ.ουσ)
personale (επίθ.)
personalismo (ουσ αρσ )
personalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
personalistico (επίθ.)
personalità (θηλ.ουσ)
personalizzare (ρ. μτβ.)
personalizzato (επίθ.)
personalizzazione (θηλ.ουσ)
personalmente (επίρ.)
personificare (ρ. μτβ.)
personificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---