Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


personalizzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [personalidˈdzato]

εξατομικευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  personalizzare personalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

personalismo (ουσ αρσ )
personalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
personalistico (επίθ.)
personalità (θηλ.ουσ)
personalizzare (ρ. μτβ.)
personalizzato (επίθ.)
personalizzazione (θηλ.ουσ)
personalmente (επίρ.)
personificare (ρ. μτβ.)
personificazione (θηλ.ουσ)
perspicace (επίθ.)
perspicacemente (επίρ.)
perspicacia (θηλ.ουσ)
perspicuità (θηλ.ουσ)
perspicuo (επίθ.)
perspirare (ρ.αμτβ.)
perspirazione (θηλ.ουσ)
persuadere (ρ. μτβ.)
persuadibile (επίθ.)
persuasibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---