Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperspirazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [perspiratˈtsjone] 1 εφίδρωση 2 ιδρώτας 3 ιδρωτοποιία 4 αφίδρωση 5 εξίδρωμα 6 εξίδρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |