Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perspìcuo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [persˈpikuo]

1 καθαρός
2 διαυγής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perspicuità perspirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

personificazione (θηλ.ουσ)
perspicace (επίθ.)
perspicacemente (επίρ.)
perspicacia (θηλ.ουσ)
perspicuità (θηλ.ουσ)
perspicuo (επίθ.)
perspirare (ρ.αμτβ.)
perspirazione (θηλ.ουσ)
persuadere (ρ. μτβ.)
persuadibile (επίθ.)
persuasibile (επίθ.)
persuasione (θηλ.ουσ)
persuasiva (θηλ.ουσ)
persuasivo (επίθ.)
persuaso (επίθ.)
persuasore (ουσ αρσ )
pertanto (σύνδ.)
pertica (θηλ.ουσ)
perticata (θηλ.ουσ)
perticone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---