ItalianoGreco


perspicàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perspiˈkaʧa]

1 κρίση
2 ενόραση
3 προορατικότητα
4 οξυδέρκεια
5 αίσθηση
6 αγχίνοια
7 διορατικότητα
8 βαθύνοια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---