Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perspicàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perspiˈkaʧa]

1 κρίση
2 ενόραση
3 προορατικότητα
4 οξυδέρκεια
5 αίσθηση
6 αγχίνοια
7 διορατικότητα
8 βαθύνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perspicacemente perspicuità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

personalmente (επίρ.)
personificare (ρ. μτβ.)
personificazione (θηλ.ουσ)
perspicace (επίθ.)
perspicacemente (επίρ.)
perspicacia (θηλ.ουσ)
perspicuità (θηλ.ουσ)
perspicuo (επίθ.)
perspirare (ρ.αμτβ.)
perspirazione (θηλ.ουσ)
persuadere (ρ. μτβ.)
persuadibile (επίθ.)
persuasibile (επίθ.)
persuasione (θηλ.ουσ)
persuasiva (θηλ.ουσ)
persuasivo (επίθ.)
persuaso (επίθ.)
persuasore (ουσ αρσ )
pertanto (σύνδ.)
pertica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---