Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


personificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [personifiˈkare]

1 αντιπροσωπεύω
2 αναπαριστάνω
3 ενσωματώνω
4 προσωποποιώ
5 ενσαρκώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  personalmente personificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

personalità (θηλ.ουσ)
personalizzare (ρ. μτβ.)
personalizzato (επίθ.)
personalizzazione (θηλ.ουσ)
personalmente (επίρ.)
personificare (ρ. μτβ.)
personificazione (θηλ.ουσ)
perspicace (επίθ.)
perspicacemente (επίρ.)
perspicacia (θηλ.ουσ)
perspicuità (θηλ.ουσ)
perspicuo (επίθ.)
perspirare (ρ.αμτβ.)
perspirazione (θηλ.ουσ)
persuadere (ρ. μτβ.)
persuadibile (επίθ.)
persuasibile (επίθ.)
persuasione (θηλ.ουσ)
persuasiva (θηλ.ουσ)
persuasivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---