Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpersuasióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [persuaˈzjone] 1 παρακίνηση 2 δελεαστικότητα 3 δοξασία 4 πεποίθηση 5 πειθώ 6 πίστη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |