Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pertinaceménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [pertinaʧeˈmente]

1 πεισματικά
2 επίμονα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pertinace pertinacia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pertanto (σύνδ.)
pertica (θηλ.ουσ)
perticata (θηλ.ουσ)
perticone (ουσ αρσ )
pertinace (επίθ.)
pertinacemente (επίρ.)
pertinacia (θηλ.ουσ)
pertinente (επίθ.)
pertinenza (θηλ.ουσ)
pertosse (θηλ.ουσ)
pertugio (ουσ αρσ )
perturbare (ρ. μτβ.)
perturbarsi (ρ.μ. (αντων.))
perturbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perturbazione (θηλ.ουσ)
perù (ουσ αρσ )
perugino (ουσ αρσ )
perugino (επίθ.)
peruviano (ουσ αρσ )
peruviano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---