Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pertinàcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pertiˈnaʧa]

1 σκληροκεφαλιά
2 στενοκεφαλιά
3 κουράγιο
4 ισχυρογνωμοσύνη
5 πεισματοσύνη
6 πίκα
7 χοντροκεφαλιά
8 πεισμονή
9 πεισμάτωμα
10 δογματισμός
11 πείσμα
12 σκληρότητα
13 επιμονή
14 ανθεκτικότητα
15 εγκαρτέρηση
16 ινάτι
17 ξεροκεφαλιά
18 αδιαλλαξία
19 γινάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pertinacemente pertinente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pertica (θηλ.ουσ)
perticata (θηλ.ουσ)
perticone (ουσ αρσ )
pertinace (επίθ.)
pertinacemente (επίρ.)
pertinacia (θηλ.ουσ)
pertinente (επίθ.)
pertinenza (θηλ.ουσ)
pertosse (θηλ.ουσ)
pertugio (ουσ αρσ )
perturbare (ρ. μτβ.)
perturbarsi (ρ.μ. (αντων.))
perturbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perturbazione (θηλ.ουσ)
perù (ουσ αρσ )
perugino (ουσ αρσ )
perugino (επίθ.)
peruviano (ουσ αρσ )
peruviano (επίθ.)
pervadere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---