Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pertùgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perˈtuʤo]

1 άνοιγμα
2 οπή
3 τρύπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pertosse perturbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pertinacemente (επίρ.)
pertinacia (θηλ.ουσ)
pertinente (επίθ.)
pertinenza (θηλ.ουσ)
pertosse (θηλ.ουσ)
pertugio (ουσ αρσ )
perturbare (ρ. μτβ.)
perturbarsi (ρ.μ. (αντων.))
perturbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perturbazione (θηλ.ουσ)
perù (ουσ αρσ )
perugino (ουσ αρσ )
perugino (επίθ.)
peruviano (ουσ αρσ )
peruviano (επίθ.)
pervadere (ρ. μτβ.)
pervenire (ρ.αμτβ.)
perversione (θηλ.ουσ)
perversità (θηλ.ουσ)
perverso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---