ItalianoGreco


perturbàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [perturˈbare]

1 εξοργίζω
2 ενοχλώ
3 διασαλεύω
4 ανατρέπω
5 καταθορυβώ
6 αναστατώνω
7 ανησυχώ
8 διαταράσσω

perturbarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [perturˈbarsi]

ταράζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---