Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pervertìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [perverˈtire]

1 ξεγελώ
2 ξεμαυλίζω
3 κηλιδώνω
4 μολύνω
5 παραπλανώ
6 χαλώ
7 ξεμυαλίζω
8 ξεπλανεύω
9 ασελγώ
10 βλάπτω ηθικά
11 αποπλανώ
12 διαφθείρω
13 εξαχρειώνω
14 εκφαυλίζω
15 καταστρέφω
16 εκμαυλίζω
17 δωροδοκώ
18 εκλύω

pervertirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [perverˈtirsi]

1 διαφθείρομαι
2 εξαχρειώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perverso pervertito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pervadere (ρ. μτβ.)
pervenire (ρ.αμτβ.)
perversione (θηλ.ουσ)
perversità (θηλ.ουσ)
perverso (επίθ.)
pervertire (ρ. μτβ.)
pervertirsi (ρ.μ. (αντων.))
pervertito (ουσ αρσ )
pervertito (επίθ.)
pervertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
pervicace (επίθ.)
pervicacemente (επίρ.)
pervicacia (θηλ.ουσ)
pervietà (θηλ.ουσ)
pervinca (θηλ.ουσ)
pervinca (επίθ.)
pervio (επίθ.)
pesa (θηλ.ουσ)
pesabile (επίθ.)
pesafiltro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---