Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpésa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpesa] 1 τόπος ζυγίσματος 2 μηχανή ζυγίσματος 3 ζύγισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |