ItalianoGreco


pèsca  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛska]

1 ψαρική
2 γιαρμάς
3 αλιεία
4 ψάρεμα
5 τεχνολογία ψαρέματος
6 ροδάκινο
7 είδος λοταρίας
8 ψαριά

pésca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpeska]

1 (dei pesci) το ψάρεμα
2 (frutto) το ροδάκινο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


canna [θηλ.] da pesca = το καλάμι ψαρέματος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---