Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpescàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pesˈkadʤo] 1 βύθισμα (πλοίου) 2 αναρροφητική ικανότητα (αντλίας) 3 ύψος άντλησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |