Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pescàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pesˈkadʤo]

1 βύθισμα (πλοίου)
2 αναρροφητική ικανότητα (αντλίας)
3 ύψος άντλησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pesca pescagione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pesatore (ουσ αρσ )
pesatrice (θηλ.ουσ)
pesatura (θηλ.ουσ)
pesca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pesca (θηλ.ουσ)
pescaggio (ουσ αρσ )
pescagione (θηλ.ουσ)
pescaia (θηλ.ουσ)
pescare (ρ.αμτβ.)
pescare (ρ. μτβ.)
pescata (θηλ.ουσ)
pescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pescatrice (θηλ.ουσ)
pesce (ουσ αρσ )
pescecane (ουσ αρσ )
peschereccio (ουσ αρσ )
peschereccio (επίθ.)
pescheria (θηλ.ουσ)
pescheto (ουσ αρσ )
peschicolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---