Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pésce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpeʃʃe]

το ψάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pescatrice pescecane  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bastoncini [αρσ. πλυθ.] di pesce = οι ψαροκροκέτες [f.] || pesce [αρσ.] affumicato = καπνιστό ψάρι || pesce [αρσ.] alla griglia = το ψάρι στη σχάρα || pesce [αρσ.] d'aprile = το πρωταπριλιακό ψέμα || pesce [αρσ.] in teglia = το ψάρι πλακί || pesce [αρσ.] rosso = το χρυσόψαρο || pesce [αρσ.] spada = ο ξιφίας || ζωδιακός κύκλος Pesci [αρσ. πλυθ.] = zodiaco οι Ιχθείς [m.], οι Ιχθύς [m.] || zuppa [θηλ.] di pesce = η ψαρόσουπα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pescare (ρ.αμτβ.)
pescare (ρ. μτβ.)
pescata (θηλ.ουσ)
pescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pescatrice (θηλ.ουσ)
pesce (ουσ αρσ )
pescecane (ουσ αρσ )
peschereccio (ουσ αρσ )
peschereccio (επίθ.)
pescheria (θηλ.ουσ)
pescheto (ουσ αρσ )
peschicolo (επίθ.)
peschicoltore (ουσ αρσ )
peschicoltura (θηλ.ουσ)
peschiera (θηλ.ουσ)
pesciaiolo (ουσ αρσ )
pescicoltore (ουσ αρσ )
pesciera (θηλ.ουσ)
pescivendola (θηλ.ουσ)
pescivendolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---