Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pescivéndola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peʃʃiˈvendola]

1 γυναίκα του ψαρά
2 ιχθυοπώλισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pesciera pescivendolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peschicoltura (θηλ.ουσ)
peschiera (θηλ.ουσ)
pesciaiolo (ουσ αρσ )
pescicoltore (ουσ αρσ )
pesciera (θηλ.ουσ)
pescivendola (θηλ.ουσ)
pescivendolo (ουσ αρσ )
pescosita (θηλ.ουσ)
pescoso (επίθ.)
peseta (θηλ.ουσ)
pesiera (θηλ.ουσ)
pesista (ουσ αρσ και θηλ.)
pesistica (θηλ.ουσ)
peso (ουσ αρσ )
peso (επίθ.)
pessario (ουσ αρσ )
pessimamente (επίρ.)
pessimismo (ουσ αρσ )
pessimista (ουσ αρσ και θηλ.)
pessimista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---