Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpesìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [peˈsista] 1 αρσιβαρίστας 2 αθλητής άρσης βαρών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |